- ιδεοκρατικός
- -ή, -όεπίρρ. -ά ιδεαλιστικός: Ιδεοκρατικές απόψεις.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ιδεοκρατικός — ή, ό ο ιδεαλιστικός. επίρρ... ιδεοκρατικώς και ά από ιδεαλιστική άποψη. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. ideocratique < ideo (πρβλ. ιδέα) + cratique (πρβλ. κρατικός)] … Dictionary of Greek
ιδέα — Φιλοσοφική έννοια. Κατά την πρωταρχική της έννοια σημαίνει την ορατή μορφή, την όψη. Κατ’ επέκταση, ο όρος αναφέρεται γενικά στη μορφή, στο είδος και στο γένος. Στην καθημερινή χρήση της, η λέξη ι. υπονοεί καθετί που υπάρχει στον ανθρώπινο νου… … Dictionary of Greek